- χειμαδία
- χειμαδίᾱ , χειμάδιοςwinter dwellingfem nom/voc/acc dualχειμαδίᾱ , χειμάδιοςwinter dwellingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειμάδια — χειμάδιον winter dwelling neut nom/voc/acc pl χειμάδιος winter dwelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) του νομού Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλοχωρίου. * * * το / χειμάδιον ΝΜΑ τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση νεοελλ. (κυρίως… … Dictionary of Greek
χειμάδιος — και χιμάδιος, ία, ον, Α [χειμάδιον] 1. χειμερινός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειμαδία (ενν. ὥρα) ο χειμώνας … Dictionary of Greek
Λαμνάτος, Βασίλειος — (Κάτω Χρυσοβίτσα Αιτωλοακαρνανίας 1939 –). Κοινωνιολόγος, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε κοινωνιολογία, ιστορία της τέχνης, κριτική και σύγχρονη φιλοσοφία στο κολέγιο Κουίνς της Νέας Υόρκης και είναι πτυχιούχος του Ινστιτούτου Τραπεζικών… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… … Dictionary of Greek